μαργῶσα

μαργῶσα
μαργάω
raging
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαργώνω — μάργωσα, μαργωμένος, μουδιάζω από το κρύο, παγώνω: Βρήκαν στο βουνό ένα μαργωμένο ορειβάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαργώ — μαργῶ, άω (Α) [μάργος] 1. (ιδίως στη μάχη) ορμώ, μαίνομαι («μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.) 2. φρ. «μαργῶσα γνάθος» λαίμαργο σαγόνι, λαίμαργα δόντια 3. είμαι πολύ πρόθυμος να κάνω κάτι («μαργῶν τ ἐπ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ», Ευρ.) 4. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • μαργώνω — μαργώνω, μάργωσα, μαργωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”